- συμφόρημα
- συμφόρημαthat which is brought togetherneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφόρημα — ήματος, τὸ, Α [συμφορῶ] 1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο σημείο, σωρός 2. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, σύναξη, πλήθος 3. ανάμιξη, συμφυρμός («συμφόρημα τέφρας καὶ ὕδατος», Φίλ.) … Dictionary of Greek
συμφορήματος — συμφόρημα that which is brought together neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμιγμα — το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek